- εξομαλιστικός
- η , όν см. εξομαλυντικός 1
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξομαλιστικός — ή, ό [εξομάλιση] εξομαλυντικός … Dictionary of Greek
εξομαλιστικός — ή, ό εξομαλυντικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξομαλυντικός — ή, ό 1. που εξομαλύνει, εξομαλιστικός, ισοπεδωτικός 2. μτφ., ρυθμιστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)